- κονιστικος
- κονιστικός3любящий валяться (кататься) в песке (ὄρνις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κονιστικός — κονιστικός, ή, όν (Α) [κονίω] (για πτηνά) αυτός που τού αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη … Dictionary of Greek
κονιστικός — liking to roll in the dust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιστικοί — κονιστικός liking to roll in the dust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)